σφαιρωτός

σφαιρωτός
η , ό[ν]
1) округлённый, округлый; 2) см. σφαιρικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σφαιρωτός" в других словарях:

  • σφαιρωτός — rounded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρωτός — ή, ό / σφαιρωτός, ή, όν, ΝΑ [σφωρῶ] αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής νεοελλ. 1. αυτός που έχει εφοδιαστεί με σφαίρες 2. φρ. «σφαιρωτό σμήνος» αστρον. βλ. σμήνος αρχ. αυτός που έχει σφαιρίδιο στο άκρο του …   Dictionary of Greek

  • σφαιρωτόν — σφαιρωτός rounded masc acc sg σφαιρωτός rounded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρωτοῖς — σφαιρωτός rounded masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρωτοί — σφαιρωτός rounded masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρωτῷ — σφαιρωτός rounded masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλισφαίρωτος — καλλισφαίρωτος, ον (Μ) ο καλά ενταγμένος στην ουράνια σφαίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + σφαιρωτός < σφαῖρα] …   Dictionary of Greek

  • σφαιρωτάς — σφαιρωτά̱ς , σφαιρωτός rounded fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»